αετόπουλο, το

αετόπουλο, το
αετόπουλο, το και αϊτόπουλο,το μικρός αϊτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αετόπουλο — και αετοπούλι και αϊτό , το 1. νεοσσός αετού 2. άλλη ονομ. τού σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + υποκορ. κατάλ. πουλο] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • αετάκι — και αϊτάκι, το [αετός] νεοσσός αετού, αετόπουλο …   Dictionary of Greek

  • αετούδι — και ατούδι, το το αετόπουλο* …   Dictionary of Greek

  • αετούτσι — το [αετός] στην Τσακωνιά, το αετόπουλο* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”